- μόσχον
- μόσχος 1young shootmasc acc sgμόσχος 2calfmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μόσχον — Μόσχος young shoot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβρύκω — (Α) κατακομματιάζω, κατατρώγω («δουρὶ φονευσάμενος ἄρτι καταβρύκοντα τὸν... μόσχον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βρύκω «κομματιάζω, δαγκώνω»] … Dictionary of Greek
κολοβόκερκος — κολοβόκερκος, ον (AM) αυτός που έχει κοινή ή κομμένη ουρά («καὶ μόσχον ἢ πρόβατον ὠτότμητον, ἢ κολοβόκερκον σφάγια ποιήσεις αὐτὰ σεαυτῷ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + κέρκος «ουρά» (πρβλ. δασύ κερκος, μακρό κερκος)] … Dictionary of Greek
κυρίσσω — κυρίσσω, αττ. τ. κυρίττω (Α) 1. χτυπώ με τα κέρατα, κερατίζω («βοὸς μόσχον... εἶδον κυρίττοντα πρὶν φῡσαι τὰ κέρατα», Γαλ.) 2. (γενικά) χτυπώ, πλήττω (α. «ἕνεκα τῆς τούτων πλεονεξίας κυρίττοντες ἀλλήλους σιδηροῑς κέρασι», Πλάτ. β. «οἵδ ἀμφὶ νῆσον … Dictionary of Greek
σιτευτός — ή, ό / σιτευτός, ή, όν, ΝΜΑ [σιτεύω] (για ζώα και πτηνά) καλοθρεμμένος, αυτός που έχει παχύνει με άφθονη τροφή, θρεφτάρι (α. «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», ΚΔ. β. «σιτευτοῑς βουσίν», Πολ. γ. «χῆνας σιτευτάς», πάπ.) … Dictionary of Greek
σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… … Dictionary of Greek
σφραγίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, ίδος] 1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ) 2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α … Dictionary of Greek
Ααρών — I Βιβλικό πρόσωπο. Πρωτότοκος γιος του Αμράμ και της Ιωχαβέδ, από τη φυλή του Λευί, αδελφός του Μωυσή. Καλύτερος ρήτορας από εκείνον, συνεργάστηκε μαζί του για να πείσει τον φαραώ να επιτρέψει στους Εβραίους να βγουν από την Αίγυπτο, επιτελώντας … Dictionary of Greek
ГЕОРГИЙ РЕДЕСТСКИЙ — [греч. Γεώργιος Ραιδεστινός] (1 я пол. XVII в.), греч. мелург. Происходил из г. Родосто (ныне Текирдаг, Турция, см. Редест). Ученик еп. Мелхиседека Редестского. Лампадарий (ок. 1616 ок. 1629), а затем протопсалт (ок. 1629 1638) Великой ц. в К… … Православная энциклопедия